Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρχισμός
1 εγγραφή
αναρχισμός ο [anarxizmós] Ο17 : πολιτικοκοινωνική ιδεολογία που αρνείται κάθε καταναγκασμό του ατόμου από οποιαδήποτε εξουσία: Ο ~ του Προυντόν / του Mπακούνιν. Xριστιανικός / ατομικιστικός / κομμουνιστικός ~. Ο ~ επιδιώκει την κατάργηση του κράτους και κάθε άλλης εξουσίας.

[λόγ. < γαλλ. anarchisme < anarch(ie) < αρχ. ἀναρχ(ία) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες