Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπόφευκτος
1 εγγραφή
αναπόφευκτος -η -ο [anapófefktos] Ε5 : (ιδ. για κτ. κακό) που δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε: Έβλεπε ότι το διαζύγιό τους ήταν πια αναπόφευκτο. || (ως ουσ.) το αναπόφευκτο, ο θάνατος: Όλοι πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα του αναπόφευκτου. α. αναπότρεπτος: H επανάσταση με τις αναπόφευκτες βιαιότητές της. β. αναγκαίος, υποχρεωτικός: Aναπόφευκτο συμπέρασμα / αποτέλεσμα. αναπόφευκτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αποφεύγ(ω) -τος κατά το άφευκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες