Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπληρώνω [anapliróno] -ομαι Ρ1 : α.αντικαθιστώ προσωρινά ή οριστικά κπ. και εκτελώ την εργασία του ή γενικά ασκώ τα καθήκοντά του: Kανείς δεν μπορεί να αναπληρώσει τη μητέρα. Ο υποδιευθυντής αναπληρώνει το διευθυντή που λείπει. β. συμπληρώνω κτ. που λείπει ή είναι ανεπαρκές: Aναπληρώνει την έλλειψη μορφώσεως με τη φυσική του ευφυΐα / την έλλειψη συστάσεων με την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του.
[λόγ. < αρχ. ἀναπληρ(ῶ) `γεμίζω, συμπληρώνω΄ -ώνω σημδ. γαλλ. suppléer]