Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναλυτής ο [analitís] Ο7 θηλ. αναλύτρια [analítria] Ο27 : 1α.αυτός που αναλύει (εξετάζει και ερμηνεύει) ένα πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή άλλο φαινόμενο: Πολιτικοί αναλυτές συζητούν για τα προβλήματα των Bαλκανίων. β. (πληροφ.) ειδικός που αναλαμβάνει να προσδιορίσει ένα πρόβλημα και να διαμορφώσει αλγόριθμους για την επίλυσή του: Εργάζεται ως ~ / ~ προγραμματιστής. 2α. (τεχν.) ονομασία διάφορων οργάνων ή συσκευών που αναλύουν ένα φυσικό σώμα ή φαινόμενο: ~ ήχου / φωτός / παλμικών κινήσεων. β. (βιολ.) σύστημα που συλλαμβάνει και αναλύει τα ερεθίσματα: Οπτικός ~.
[λόγ. αναλύ(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. analyseur & αγγλ. analyst '85 αρχ. ἀνάλυσις (διαφ. τα αρχ. ἀναλυτήρ, ἀναλύτης `ελευθερωτής΄)]