Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναλγησία η [analjisía] Ο25 : 1.(ιατρ.) ολική απώλεια του αισθήματος του πόνου: Σε παθολογικές περιπτώσεις αναλγησίας γίνεται αισθητή η πίεση, όχι όμως και ο πόνος. 2. (μτφ.) η ιδιότητα του ανάλγητου, ψυχική σκληρότητα· απονιά: Έδειξε ~ στις ικεσίες των δυστυχισμένων ανθρώπων. Aπό μικρό παιδί αντιμετώπισε την ~ της κοινωνίας.
[λόγ. < αρχ. ἀναλγησία]