Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλαμβάνω
1 εγγραφή
αναλαμβάνω [analamváno] -ομαι Ρ αόρ. ανέλαβα, απαρέμφ. αναλάβει, παθ. αόρ. αναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανελήφθη, ανελήφθησαν, απαρέμφ. αναληφθεί, μππ. ανειλημμένος* & αναλαβαίνω [analavéno] Ρ αόρ. ανάλαβα, απαρέμφ. αναλάβει : I1.δέχομαι κτ. ως υποχρέωση, δέχομαι να πραγματοποιήσω, να εκτελέσω κτ. με τις δικές μου δυνάμεις ή με τα δικά μου μέσα: Έχει αναλάβει από μικρός τη συντήρηση της οικογένειάς του. Aνέλαβε την ευθύνη δύο ορφανών παιδιών. Ξένη εταιρεία θα αναλάβει τη χρηματοδότηση του έργου. Θα αναληφθεί σταυροφορία για τη διάσωση των δασών. || ~ κπ.: α. αναλαμβάνω την προστασία, την επιμέλεια κάποιου: Εγώ θα αναλάβω τα παιδιά / τον ασθενή. β. (προφ.) αναλαμβάνω την τιμωρία κάποιου: Άσ΄ τον αυτόν, θα τον αναλάβω εγώ, θα τον κανονίσω. || ~ την ευθύνη (μιας πράξης), ότι εγώ την έκανα, ότι είμαι ο δράστης: Γνωστή τρομοκρατική οργάνωση, με προκήρυξη, ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονικής απόπειρας. 2. αρχίζω να εργάζομαι, να εκτελώ μια υπηρεσία για την οποία με έχουν διορίσει ή με έχουν εκλέξει: ~ τη διεύθυνση ενός οργανισμού / ενός εργοστασίου. Ο νέος υπουργός αναλαμβάνει σήμερα τα καθήκοντά του. Πότε θα αναλάβεις (υπηρεσία); Δεν ανέλαβα ακόμη. II. συνέρχομαι, ανακτώ τις σωματικές ή τις ψυχικές δυνάμεις μου: Aνέλαβε εντελώς μετά την πρόσφατη εγχείρηση. Ελπίζω να αναλάβει γρήγορα. Δεν μπόρεσε να αναλάβει μετά το θάνατο του παιδιού του. III. (μόνο στο θ. του παθ. αορ.) 1. (θεολ.) ανεβαίνω στους ουρανούς: Ο Xριστός ανελήφθη σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση. 2. (ειρ., πειραχτικά) εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος: Tι έγινε ο Kώστας / το πορτοφόλι μου, αναλήφτηκε; IV. (οικον., σπάν.) κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού.

[λόγ.: Ι: αρχ. ἀναλαμβάνω· ΙΙ: σημδ. γαλλ. reprendre connaissance· III: ελνστ. σημ.· IV: κατά τη σημ. της λ. ανάληψη 1· λόγ. μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες