Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακύκληση η [anakíklisi] Ο33 : 1.(λόγ.) περιοδική επάνοδος ύστερα από κυκλική πορεία: H ~ των ετών. || (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία όλα όσα συμβαίνουν στο σύμπαν και στον κόσμο μας ακολουθούν μια κυκλική πορεία και επαναλαμβάνονται ύστερα από ορισμένη χρονική περίοδο, όπως π.χ. η ακμή και η παρακμή των λαών. 2. (τεχν.) ανακύκλωση1.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνακύκλη(σις) `κυκλική κίνηση΄ -ση· 2: σημδ. αγγλ. recycling]