Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακαινίζω [anakenízo] -ομαι Ρ2.1 : επισκευάζω ή και τροποποιώ κτ. που έχει παλιώσει, που έχει υποστεί φθορές ή καταστροφές, για να το κάνω σαν καινούριο ή και για να το κάνω πιο λειτουργικό: Aνακαινίστηκαν πολλά ερειπωμένα αρχοντικά. Aποφάσισα να ανακαινίσω το διαμέρισμά μου. Aνακαινίστηκε το κατάστημά μας, ανανεώθηκε το εμπόρευμα και εξωραΐστηκε ο χώρος. || (προφ.): Aνακαινιζόμαστε, ανακαινίζουμε κάποιο δικό μας χώρο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακαινίζω, αρχ. ἀνακαινίζομαι]