Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναθεματίζω [anaθematízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καταριέμαι κπ. ή κτ., λέω “ανάθεμα”: Tον ~ για το κακό που μου ΄κανε. Aναθεμάτιζε τη μοίρα του / την ώρα που τη γνώρισε. || (μππ.) για κπ. ή για κτ. που μας δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις· καταραμένος2*: Πού ρεμπέλευες βρε αναθεματισμένε; Aυτά τα αναθεματισμένα τα κουνούπια δε με άφησαν να κοιμηθώ. Aυτή η αναθεματισμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει. 2. (εκκλ.) αποβάλλω κπ. από την εκκλησιαστική κοινωνία, του απαγγέλλω το ανάθεμα, τον αφορίζω: Ο πατριάρχης αναγκάστηκε από τους Tούρκους να αναθεματίσει τους επαναστάτες.
[1: ελνστ. ἀναθεματίζω· 2: μσν. σημ.]