Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναζήτηση
1 εγγραφή
αναζήτηση η [anazítisi] Ο33 : η ενέργεια του αναζητώ. α. επίμονη προσπάθεια να βρεθεί κάποιος ή κτ.: H ~ προσώπων που έχουν χαθεί τα ίχνη τους. H ~ κοιτασμάτων χρυσού. Tο ζώο γυρίζει σε ~ τροφής. Είμαι σε ~ δουλειάς / σπιτιού. || έρευνα σε κπ. πνευματικό τομέα: Aγωνιώδης ~ νέων μορφών έκφρασης. Πνευματικές / καλλιτεχνικές / μεταφυσικές αναζητήσεις. β. προσπάθεια για την ικανοποίηση κάποιας επιθυμίας: Έταξε ως σκοπό της ζωής του την ~ της ευτυχίας / του πλούτου. Ξενιτεύτηκε σε ~ καλύτερης τύχης.

[λόγ. < αρχ. ἀναζήτη(σις) `έρευνα΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες