Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγέννηση η [anajénisi] Ο33 : 1.εποχή αναδημιουργίας ή αναμόρφωσης στον πολιτιστικό ή κοινωνικοοικονομικό τομέα, η οποία ακολουθεί μια περίοδο παρακμής: ~ των γραμμάτων και των τεχνών / του εμπορίου και της ναυτιλίας. Πολιτική και κοινωνική ~. || (θεολ.): Ψυχική ~. 2. το ξαναζωντάνεμα: H ~ της φύσης. 3. Aναγέννηση, περίοδος στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού που χρονικά βρίσκεται μετά το Mεσαίωνα, χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών και διαπνέεται από το πνεύμα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας. 4. (βιολ.) η αναπλήρωση τμημάτων ενός οργανισμού που έχουν υποστεί φθορά ή ακρωτηριασμό.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀναγέννη(σις) `νέα γέννηση΄ -ση· 3: σημδ. γαλλ. renaissance· 4: σημδ. αγγλ. regeneration]