Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναβρασμός ο [anavrazmós] Ο17 : ταραχή, αναστάτωση, αμφισβήτηση που εμφανίζεται σε ομάδες ανθρώπων κάτω από την πίεση σημαντικών πολιτικών ή άλλων γεγονότων, αλλαγών κτλ. και εκδηλώνεται συνήθ. εκρηκτικά: Οι φοιτητές βρίσκονται σε αναβρασμό. Yπήρχε μεγάλος ~ μετά τα τελευταία γεγονότα.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβρασμός `κοχλασμός΄, κατά τη σημ. του αναβράζωβ]