Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέχεια η [anéxia] Ο27 : η έλλειψη των αναγκαίων, των απαραίτητων πόρων για να μπορεί κανείς να ζήσει· φτώχεια, στέρηση: H ~ ταλαιπωρεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης.
[λόγ. επίδρ. στο ανέχεια [anéxa] < αν- (δες α- 1) έχ(ω) -εια κατά το φτώχεια]