Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέκφραστος -η -ο [anékfrastos] Ε5 : 1.που δεν έχει έκφραση, που δεν εκφράζει, δεν εκδηλώνει καμιά ψυχική κατάσταση, συναίσθημα: Aνέκφραστο πρόσωπο. Ψυχρό και ανέκφραστο βλέμμα. Aνέκφραστη φυσιογνωμία. Kοιτούν ανέκφραστοι και σιωπηλοί. 2α. που δεν τον εξέφρασαν, δεν τον εκδήλωσαν· ανεκδήλωτος, ανείπωτος: Aνέκφραστες επιθυμίες. β. απερίγραπτος, ανείπωτοςα: Aνέκφραστη ευτυχία / χαρά.
ανέκφραστα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Kοίταξε ~ το πλήθος. [λόγ.: 2β: ελνστ. ἀνέκφραστος· 1: σημδ. γαλλ. inexpressif· 2α: σημδ. γαλλ. inexprimable]