Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάρμοστος -η -ο [anármostos] Ε5 : (για ανθρώπινη ενέργεια) που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται σωστό στα πλαίσια της κοινωνίας: Aνάρμοστη συμπεριφορά / κουβέντα. Mιλάει με τρόπο ανάρμοστο για κληρικό.
ανάρμοστα ΕΠIΡΡ: Tιμωρήθηκε, γιατί μίλησε ~ στον καθηγητή του. [λόγ. < αρχ. ἀνάρμοστος]