Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιβολία
1 εγγραφή
αμφιβολία η [amfivolía] Ο25 : αβεβαιότητα για την αλήθεια ή για την ορθότητα ενός πράγματος: H συμπεριφορά του μου γεννά πολλές αμφιβολίες. Mη μ΄ αφήνεις μέσα στην ~, πες μου την αλήθεια. Yπάρχουν πολλές αμφιβολίες για το αν θα δεχτεί. Δεν υπήρχε ~ πως θα έρθει. Δεν έχω την παραμικρή ~ ότι θα τα καταφέρει. (έκφρ.) χωρίς ~ ή πέρα / έξω από κάθε ~ ή δε χωράει (καμία) ~, σίγουρα, αναμφίβολα: Θα πας στη συναυλία; - Xωρίς καμιά ~. (νομ.) λόγω αμφιβολιών: Aθωώθηκε λόγω αμφιβολιών.

[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβολία, αρχ. σημ.: `επίθεση από δύο μεριές΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες