Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφίβολος
1 εγγραφή
αμφίβολος -η -ο [amfívolos] Ε5 : 1.που γεννά αμφιβολίες, για του οποίου την αλήθεια, την ποιότητα ή την ορθότητα δεν είμαστε σίγουροι: H σημασία αυτής της φράσης είναι αμφίβολη. H έκβαση του πειράματος / της δίκης είναι αμφίβολη. || είναι αμφίβολο αν…: Είναι αμφίβολο αν θα περάσουν να μας πάρουν. 2. που η κατάστασή του, η ποιότητά του προκαλεί αμφιβολίες· συζητήσιμος, όχι καλός: Tα ρούχα της είναι αμφίβολης καθαριότητας / αμφίβολου γούστου. Nα φοβάσαι τα αμφίβολης προέλευσης τρόφιμα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀμφίβολος· 2: σημδ. γαλλ. douteux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες