Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυχή
1 εγγραφή
αμυχή η [amixí] Ο29 : επιπόλαιο τραύμα του δέρματος που γίνεται συνήθ. από τα νύχια ή από κάποιο αιχμηρό αντικείμενο: Tο πρόσωπό του ήταν γεμάτο αμυχές. Kατάφερε να γλιτώσει μόνο με λίγες αμυχές / χωρίς ούτε μία ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμυχή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες