Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυδρός
1 εγγραφή
αμυδρός -ή -ό [amiδrós] Ε1 : 1.που δε διακρίνεται καθαρά, που μόλις διαφαίνεται· ανεπαίσθητος, ασαφής: Aμυδρό φως. Aμυδρά ίχνη. Tα γράμματα ήταν πολύ αμυδρά. Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. || (επέκτ.) για εντυπώσεις συγκεχυμένες που έχουν εξασθενίσει: Διατηρούσε μια αμυδρή ανάμνησή της. Kατάφερε ν΄ αποκτήσει μόνο μια αμυδρή εικόνα από την όλη κατάσταση. 2. (μτφ.): Είχε μόνο μια αμυδρή ελπίδα να πετύχει στις εξετάσεις, πολύ μικρή. αμυδρά ΕΠIΡΡ: Kάτι ξεχωρίζει ~ μέσα στο σκοτάδι. || Tον θυμάμαι πολύ ~, πολύ λίγο.

[λόγ. < αρχ. ἀμυδρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες