Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμπαζούρ το [abazúr] Ο (άκλ.) : απλή κατασκευή από αδιαφανές γυαλί, πορσελάνη, πλαστικό, μέταλλο, χαρτί ή άλλο υλικό, που προσαρμόζεται σε φορητή συνήθ. λάμπα, με σκοπό να συγκεντρώσει το φως σε μια κατεύθυνση, συνήθ. προς τα κάτω· καπέλο. || (επέκτ.) η φορητή λάμπα, το πορτατίφ.
[λόγ. < γαλλ. abat-jour]