Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμώδης
1 εγγραφή
αμμώδης -ης -ες [amóδis] Ε11 : για έδαφος που αποτελείται από άμμο ή που περιέχει πολύ άμμο: ~ παραλία. Aμμώδεις εκτάσεις. Aμμώδες στρώμα πετρώματος.

[λόγ. < αρχ. ἀμμώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες