Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμείλικτο
1 εγγραφή
αμείλικτος -η -ο [amíliktos] Ε5 : 1.που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διάθεσης ή δυνατότητας για: α. επιείκια: ~ τιμωρός. Ο νόμος είναι ~. β. συνδιαλλαγή: ~ εχθρός. 2. που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα ή δυσκολία: ~ πόλεμος. Aμείλικτη πραγματικότητα. Aμείλικτα ερωτήματα. αμείλικτα & (λόγ.) αμειλίκτως ΕΠIΡΡ: H φοροδιαφυγή θα παταχθεί αμειλίκτως.

[λόγ. < αρχ. ἀμείλικτος, ελνστ. ἀμειλίκτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες