Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμβλύς -εία -ύ [amvlís] Ε7α : (λόγ.) ANT οξύς. 1. που δεν καταλήγει σε αιχμή: Για τον τραυματισμό χρησιμοποιήθηκε αμβλύ αντικείμενο, πιθανώς σφυρί. || (μαθημ.): Aμβλεία γωνία, που είναι μεγαλύτερη απο την ορθή. 2. (μτφ.) που έχει μειωμένη ένταση: ~ ήχος. Aμβλεία αντίληψη / όραση / ακοή.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀμβλύς, ουσ. ἡ αμβλεῖα (ενν. γωνία)· 2: κατά το αντ. οξύςII]