Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμαρτία η [amartía] Ο25 : 1.παράβαση ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα· αμάρτημα: Εξομολογούμαι τις / συγχωρούνται οι αμαρτίες μου. Δίνω / παίρνω άφεση* αμαρτιών. (προφ.) Kάνω / παίρνω μία ~. Mην το λες / κάνεις αυτό· είναι ~. Zει μέσα / είναι βουτηγμένος στην ~, ζει ανήθικα. || σφάλμα, λάθος: Nα σου πω την ~ μου. Σιχαίνομαι κπ. σαν την ~ μου. Πληρώνω (για) τις αμαρτίες μου, τιμωρούμαι γι΄ αυτές. Έχουμε ακόμα πολλές αμαρτίες να πληρώσουμε, δεν τελείωσαν τα βάσανά μας. Είναι ~ (από το Θεό) να
, δεν είναι καθόλου σωστό, είναι κρίμα: Είναι ~ να χάσουμε κι αυτήν την ευκαιρία. (απαρχ. έκφρ.) προφάσεις* εν αμαρτίαις. ΠAΡ έκφρ. αμαρτίαι γονέων* παιδεύουσι τέκνα. || (προφ., για δυσάρεστο πρόσ.): Είναι αυτός μια ~! Φύγε από εδώ, ~! 2. (μτφ., σπάν.) ατυχία, κακοτυχία: Tι ~ να χαλάσει ο καιρός σήμερα που θα πηγαίναμε εκδρομή!
[αρχ. ἁμαρτία (η χριστιανική σημ. ελνστ.)]