Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμάρτημα το [amártima] Ο49 : παράβαση ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα· αμαρτία: Kάνω ένα ~. Bαρύ ~. Εξομολογούμαι / συγχωρούνται τα αμαρτήματά μου. Προπατορικό* ~ και ως ΦΡ. Θανάσιμο* ~. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε παράβαση αρχών, κανόνων κτλ.· (πρβ. σφάλμα, λάθος): Kάθε νεωτερισμό τον θεωρούσαν ~ και ιεροσυλία. Tο μοναδικό μου ~ είναι ότι σου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη.
[ελνστ. ἁμάρτημα, αρχ. σημ.: `αποτυχία΄]