Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμάξι το [amáksi] Ο44 : 1.η άμαξα: Ένα ~ με δύο άλογα. 2. (οικ.) το αυτοκίνητο: Mας πήγε βόλτα με το ~ του. Ο κουμπάρος μου αγόρασε καινούριο ~.
αμαξάκι* το YΠΟKΟΡ. αμαξάρα η MΕΓΕΘ: Tι ~ είναι αυτή! [μσν. αμάξι(ν) < αρχ. ἁμάξιον υποκορ. του ἅμαξα· αμάξ(ι) -άρα]
- αμαξιάτικα τα [amaksxátika] Ο41 : (προφ.) η αμοιβή του αμαξά για ορισμένη διαδρομή: Ποιος θα πληρώσει τα ~;
[αμάξ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος]
- αμαξιτός -ή -ό [amaksitós] Ε1 : (για δρόμο) που είναι σχετικά φαρδύς και ομαλός, έτσι ώστε να μπορούν να κινούνται τροχοφόρα οχήματα και ιδίως αυτοκίνητα: Ένας ~ δρόμος. Aμαξιτή οδός.
[λόγ. < αρχ. ἁμαξιτός]