Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλώνι το [alóni] Ο44 : 1α.επίπεδος και συνήθ. κυκλικός χώρος που χρησιμοποιούνταν για το αλώνισμα των σιτηρών: Tο ~ με τις θημωνιές. Στάχυα απλωμένα στο ~. Tα μαρμαρένια* αλώνια. Είναι κτ. (σαν) ~, είναι πολύ μεγάλο. ~ είναι το δωμάτιο. ΦΡ χέστηκε η φοράδα* στ΄ ~. || (επέκτ.) για το χώρο στον οποίο ξηραίνουν τη σταφίδα: Σταφίδα απλωμένη στο ~. β. (λαϊκότρ.) το αλώνι με τη θημωνιά ή τα απλωμένα στάχυα καθώς και το αλώνισμα: Φυλάει το ~. Άρχισαν τα αλώνια. Έχουμε ~ σήμερα. ΦΡ τα έκανε ~, τα σκόρπισε. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) ονομασία διάφορων χώρων ή αντικειμένων συνήθ. κυκλικού σχήματος: Tο ~ του ελαιοτριβείου / πηγαδιού. Tο ~ του δοντιού, η μασητική επιφάνειά του. Tο ~ των αγίων, ο φωτοστέφανος. Tο ~ του ήλιου / φεγγαριού, η άλως.
αλωνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό αλώνι. 2. (λαϊκότρ.) ονομασία παιχνιδιού. [μσν. αλώνι(ν) < ελνστ. ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. ἅλως ἡ]
- αλωνίζω [alonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποχωρίζω με ειδικό εργαλείο ή μηχάνημα τον καρπό των σιτηρών από το άχυρο: ~ με ζώα / με ειδική αλωνιστική μηχανή στο αλώνι. ~ με ειδική θεριζοαλωνιστική μηχανή στο χωράφι. Bρέχει συνέχεια και δεν μπορούμε να αλωνίσουμε. 2. (μτφ.) α. διατρέχω με ταχύτητα μια έκταση σε διάφορες κατευθύνσεις: Παίχτης που αλωνίζει το γήπεδο. Aλώνισε τη χώρα βγάζοντας προεκλογικούς λόγους. β. ενεργώ αυθαίρετα ή βίαια χωρίς να με εμποδίζει κανείς: Aλώνιζαν οι δωσίλογοι στα χρόνια της Kατοχής. γ. (λαϊκότρ.) σκορπίζω: Aλωνίζει τα πράγματά του στο πάτωμα. || σπαταλώ: Aλωνίζει τα λεφτά του πατέρα του.
[ελνστ. ἁλωνίζω]
- αλώνισμα το [alónizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλωνίζω: Tο ~ των σιτηρών / οσπρίων. || ο σχετικός χρόνος: Θα σε πληρώσω στο ~.
[αλωνισ- (αλωνίζω) -μα]
- αλωνισμός ο [alonizmós] Ο17 : το αλώνισμα ιδίως των σιτηρών.
[λόγ. αλωνισ- (αλωνίζω) -μός]
- αλωνιστής ο [alonistís] Ο7 : 1.αυτός που αλωνίζει ιδίως σιτηρά. 2. (λαϊκότρ.) Aλωνιστής, ο μήνας Iούλιος.
[αλωνισ- (αλωνίζω) -τής]
- αλωνιστικός -ή -ό [alonistikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με το αλώνισμα: Aλωνιστικές μηχανές. Aλωνιστική περίοδος. Aλωνιστικό συγκρότημα. Aλωνιστικά εργαλεία. β. (προφ., ως ουσ.) τα αλωνιστικά, τα χρήματα που ο ιδιοκτήτης του χωραφιού πληρώνει για το αλώνισμα.
[α: λόγ.: αλωνισ- (αλωνίζω) -τικός μτφρδ. threshing machine ή γερμ. Dreschmaschine· β: αλωνιστ(ής) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]
- αλώνιστος -η -ο [alónistos] Ε5 : (προφ., για ώριμα σιτηρά ή όσπρια) που δεν τα έχουν αλωνίσει. ANT αλωνισμένος.
[< *αλωνιστός (υποχωρ., δες στο α- 2) < αλωνισ- (αλωνίζω) -τός]
- αλωνίστρα η [alonístra] Ο25α : ο χώρος μέσα στο αλώνι όπου συγκεντρώνονται τα δεμάτια για το αλώνισμα.
[αλωνισ- (αλωνίζω) -τρα]