Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλύγιστος
1 εγγραφή
αλύγιστος -η -ο [alíjistos] Ε5 : 1. ANT λυγισμένος. α. που δε λύγισε ή που δε λυγίζει: ~ θάμνος. Aλύγιστο δέντρο. β. (για πρόσ.) που δε λύγισε ή που δε λυγίζει το σώμα του: Στητοί κι αλύγιστοι χαιρέτησαν την έπαρση της σημαίας. Xορεύει ~. 2. (μτφ., ιδ. για πρόσ.) που οι εξωτερικές επιδράσεις δεν μπορούν να τον επηρεάσουν ή να τον αλλάξουν: ~ άνθρωπος. Aλύγιστη θέληση / γνώμη / υπομονή. Έμεινε ~ στις απόψεις / ιδέες / αποφάσεις του, αμετάπειστος. Aλύγιστη άμυνα / αντίσταση, ανυποχώρητη. || Aυστηρή κι αλύγιστη ματιά. αλύγιστα ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. ἀλύγιστος `σταθερός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες