Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλυκή η [alikí] Ο29 : χαμηλή παραθαλάσσια έκταση κατάλληλα διαμορφωμένη, στην οποία διοχετεύεται θαλασσινό νερό, με την εξάτμιση του οποίου παράγεται αλάτι.
[μσν. αλυκή ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἁλυκός `που περιέχει αλάτι΄]