Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλπινιστής
1 εγγραφή
αλπινιστής ο [alpinistís] Ο7 θηλ. αλπινίστρια [alpinístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με τον αλπινισμό.

[λόγ. < γαλλ. alpiniste (-iste = -ιστής)· λόγ. αλπινισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες