Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλογραφώ
1 εγγραφή
αλληλογραφώ [aliloγrafó] Ρ10.9α : έχω αλληλογραφία με κπ., ανταλλάσσω επιστολές: ~ τακτικά με τους φίλους μου στο εξωτερικό. Aλληλογραφούμε σπάνια, γιατί επικοινωνούμε τηλεφωνικά.

[λόγ. < μσν. αλληλογραφώ `συντάσσω από κοινού΄ < αλληλο- + -γραφώ σημδ. γαλλ. correspondre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες