Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλεγγύη
1 εγγραφή
αλληλεγγύη η [alilengíi] Ο30 : το ηθικό καθήκον της αλληλοβοήθειας, της υποχρέωσης που έχουν τα μέλη μιας ομάδας να υποστηρίζονται και να ενισχύονται αμοιβαία: Ο συνδικαλισμός στηρίζεται στην επαγγελματική ~. Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους τους που διώκονται. || (επέκτ.) συμπαράσταση: Ο λαός έδειξε την ~ του στους πρόσφυγες.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλεγγύη `αμοιβαία εγγύηση΄ σημδ. γαλλ. solidarité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες