Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλεργία η [alerjía] Ο25 : 1.παθολογική υπερευαισθησία του ανθρώπινου οργανισμού σε διάφορες ουσίες, που εκδηλώνεται με εξανθήματα, με κνησμό, με βρογχικούς σπασμούς κτλ.: Παθαίνει ~ από τη γύρη των λουλουδιών. Tα τσιμπήματα των κουνουπιών / των μελισσών τής έφεραν ~. Ορισμένες τροφές προκαλούν ~ στα ευαίσθητα άτομα. Φάρμακα που καταπολεμούν την ~. 2. (μτφ., οικ.) έντονη απέχθεια για κπ. ή για κτ.: Aυτός ο άνθρωπος μου φέρνει ~. Παθαίνω ~ όταν τον βλέπω / όταν ακούω αυτή τη μουσική.
[λόγ. < γερμ. Allergie < αρχ. ἄλλ(ος) + αρχ. ἔργ(ον) -ie = -ία]