Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλιευτικός -ή -ό [alieftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αλιεία ή με τους αλιείς ή που χρησιμοποιείται για την αλιεία: Aλιευτικά προϊόντα / σύνεργα. ~ στόλος. Aλιευτικό σκάφος. || (ως ουσ.) το αλιευτικό, αλιευτικό σκάφος.
[λόγ. < αρχ. ἁλιευτικός]