Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεξίσφαιρος -η -ο [aleksísferos] Ε5 : για υλικό ή για κατασκευή που δεν το διαπερνούν οι σφαίρες: Aλεξίσφαιρα κρύσταλλα. Aλεξίσφαιρο αυτοκίνητο / γιλέκο.
[λόγ. αλεξι- + σφαίρ(α) -ος μτφρδ. γαλλ. pare-balles]