Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλάνα η [alána] Ο25 : ανοιχτός και αδιαμόρφωτος χώρος σε κατοικημένη περιοχή, αδιαμόρφωτη πλατεία: Tα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν σε μια μεγάλη ~ με νερόλακκους.
[αλάν(ι) `ανοιχτός χώρος΄ μεγεθ. -α]
- αλαναρία η [alanaría] Ο25α : (προφ.) το σύνολο των αλάνηδων· αληταρία, αλητεία: Γυρίζει τα βράδια με την ~ της γειτονιάς.
[αλάν(ης) -αρία]
- αλανάριστος -η -ο [alanáristos] Ε5 : (στη νηματουργία) α. (για μαλλί) που δεν τον έχουν λαναρίσει, δεν τον έχουν ετοιμάσει για γνέσιμο· άξαντος. β. (για λινάρι) που είναι ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.
[α- 1 λαναρισ- (λαναρίζω) -τος]