Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλέα
1 εγγραφή
αλέα η [aléa] Ο25 : δρόμος ή λεωφόρος με δενδροστοιχίες. || δενδροστοιχία.

[λόγ. < γαλλ. allé(e) -α ή μέσω του ιταλ. allea]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες