Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακταιωρός η [akteorós] Ο34 : (λόγ.) πολεμικό σκάφος που περιφρουρεί ακτές: ~ του Λιμενικού Σώματος.
[λόγ. ακταί + αρχ. -ωρός `που προσέχει΄, κατά τα αρχ. θυρωρός, πυλωρός, σφαλερή δημιουργία αντί ακτωρός (σύγκρ. ελνστ. ἀκτωρός `στρατιώτης που φυλάει τις ακτές΄, πρβ. μσν. (επίσης σφαλερό) ακταίωρος ίδ. σημ.), μτφρδ. γαλλ. garde-cἄtes]