Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτήμονας
1 εγγραφή
ακτήμονας ο [aktímonas] Ο5 : ο γεωργός που δεν έχει στην ιδιοκτησία του καλλιεργήσιμη γη. ANT κτηματίας: H εξέγερση των ακτημόνων. || (ως επίθ.): H κρατική γη μοιράστηκε σε ακτήμονες καλλιεργητές.

[λόγ. < αρχ. ἀκτήμων, αιτ. -ονα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες