Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροβάτης ο [akrovátis] Ο10 θηλ. ακροβάτισσα [akrovátisa] Ο27 : 1.αυτός που εκτελεί δύσκολα και επικίνδυνα γυμνάσματα, για να προκαλέσει το θαυμασμό και την αγωνία των θεατών· (πρβ. σχοινοβάτης, ισορροπιστής): Οι ακροβάτες του τσίρκου. 2. (μτφ.) αυτός που κάνει ακροβασίες3, που ενεργεί με ένα τρόπο παράτολμο και επικίνδυνο, αβέβαιο και ανορθόδοξο: Οι ακροβάτες της πολιτικής.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροβάτης· λόγ. ακροβάτ(ης) -ισσα]