Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακοή η [akoí] Ο29 : η μία από τις πέντε αισθήσεις με την οποία ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται τα ηχητικά ερεθίσματα: Tο αυτί είναι όργανο της ακοής. (λόγ. έκφρ.) κτ. φτάνει στην ~ μου, ακούω, πληροφορούμαι κτ.· ΣYN έκφρ. κτ. φτάνει στ΄ αυτιά μου: Έφτασαν στην ~ μου διάφορες φήμες. (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ ακοής, όταν γνωρίζουμε κπ. ή κτ. από πληροφορίες και όχι από προσωπική γνωριμία ή αντίληψη· ΣYN έκφρ. τον / το έχω ακουστά: Tον γνωρίζω μόνον εξ ακοής και όχι εξ όψεως. || για να δηλώσουμε την καλή ή κακή λειτουργία της ακοής: Έχει οξεία / αδύνατη / καλή / κακή ~. Έχασε την ~ του.
[λόγ. < αρχ. ἀκοή]