Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακλόνητος -η -ο [aklónitos] Ε5 : που δεν κλονίζεται. 1. σταθερός. α. για κπ. που δεν υποχωρεί ή που δεν υπαναχωρεί στις απόψεις του ή στις αποφάσεις του: Παρ΄ όλες τις πιέσεις / τις απειλές που δέχτηκε έμεινε ~ στις αρχές του / στην πίστη του / στα οράματά του. ~ σαν βράχος. β. για κτ. που διατηρεί απόλυτα την ισορροπία του: Προχωρούσε με ακλόνητο βήμα. || (μτφ.): Οι θεσμοί είναι τα ακλόνητα βάθρα της δημοκρατίας. 2α. για εκδήλωση ανθρώπου που δεν ταλαντεύεται, δεν κάμπτεται: Έχει ακλόνητη πίστη στο Θεό και ακλόνητη αφοσίωση στην πατρίδα. Έχει ακλόνητο θάρρος. Aκλόνητη πεποίθηση / βεβαιότητα για τη νίκη. β. για κτ. που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Tα επιχειρήματά του είναι ακλόνητα, αδιάσειστα.
ακλόνητα ΕΠIΡΡ: Πιστεύω ~ ότι θα δικαιωθώ. [λόγ. < ελνστ. ἀκλόνητος]