Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακκίζομαι [akízome] Ρ2.1β : συμπεριφέρομαι με επιτήδευση, κάνω νάζια, κυρίως για γυναίκα που με κάπως συγκαλυμμένη προκλητικότητα προσπαθεί να διεγείρει το ερωτικό ενδιαφέρον των ανδρών. || (επέκτ.) συμπεριφέρομαι ή εκφράζομαι φιλάρεσκα.
[λόγ. < αρχ. ἀκκίζομαι]