Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακεραιότητα η [akereótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του ακέραιου. I. η πληρότητα που χαρακτηρίζει ένα όλο, μια ενότητα: H σωματική ~, η αρτιμέλεια και γενικότερα, απουσία οποιασδήποτε σωματικής βλάβης. II. (μτφ.) απόλυτη εντιμότητα: Είναι ένας άνθρωπος γνωστός για την ακεραιότητά του. Δεν αμφισβητώ την ~ του χαρακτήρα του.
[λόγ. < ελνστ. ἀκεραιότης, αιτ. -ητα]