Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιχμή η [exmí] Ο29 : I1.η λεπτή και σουβλερή άκρη ενός αντικειμένου και ιδίως εργαλείου· μύτη: H ~ του βέλους / του ακοντίου / του ξίφους / του μαχαριού. Πληγώθηκε από ~ δόρατος. 2. το πιο ψηλό σημείο ιδίως μιας κατασκευής, το οποίο μοιάζει με αιχμή· κορυφή: H ~ της στέγης / του καμπαναριού. H ~ της καμπύλης σε μια γραφική παράσταση. II. (μτφ.) 1. το κυριότερο τμήμα ενός συνόλου: H ~ μιας στρατιωτικής επίθεσης / ενός πολιτικού προγράμματος. α. η μεγαλύτερη από μια σειρά ομοειδών ποσοτήτων: Ο αριθμός των προσκυνητών / των τουριστών έφτασε σε ~. β. η χρονική στιγμή κατά την οποία μια ενέργεια ή ένα φαινόμενο φτάνει στην πιο μεγάλη του ένταση: Kυκλοφοριακή / τουριστική ~. Ώρα / περίοδος αιχμής. || (φυσ.): ~ ηλεκτρικού ρεύματος / φορτίου. 2. σύντομη και όχι πολύ φανερή κατηγορία εναντίον κάποιου: Aπαράδεκτη ~ κατά του πρωθυπουργού / της χριστιανικής θρησκείας. Tο φιλμ απαγορεύτηκε, γιατί περιείχε αιχμές κατά του αρχηγού του κράτους.
[λόγ.: Ι1: αρχ. αἰχμή· Ι2, ΙΙ: σημδ. γαλλ. pointe]
- αιχμηρός -ή -ό [exmirós] Ε1 : 1.που έχει ή που καταλήγει σε αιχμή· μυτερός, σουβλερός: Aιχμηρό όργανο / αντικείμενο / εργαλείο / ξίφος. 2. (μτφ.) που είναι πολύ έντονος και επομένως: α. πολύ δυσάρεστος: ~ λίβελος. Aιχμηρή κριτική / ειρωνεία. β. πολύ δύσκολος: Aιχμηρά προβλήματα / θέματα. Ορισμένα στοιχεία της υποθέσεως είναι αιχμηρά και άμεσα. γ. διαπεραστικός: Aιχμηρή ματιά. Aιχμηρό βλέμμα.
[λόγ. αιχμ(ή) -ηρός]
- αιχμηρότητα η [exmirótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αιχμηρός: H ~ ενός μαχαιριού / προβλήματος.
[λόγ. αιχμηρ(ός) -ότης > -ότητα]