Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτιότητα
1 εγγραφή
αιτιότητα η [etiótita] Ο28 : 1.η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμά της: Φυσική / κοινωνική / ηθική ~. Γεγονότα που συνδέονται με σχέση αιτιότητας. 2. η αιτία.

[λόγ. αίτι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. causalité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες