Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιτιολόγηση η [etiolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αιτιολογώ. 1. έκθεση, περιγραφή των αιτίων: ~ ενός φαινομένου / γεγονότος. 2. αιτιολόγηση που γίνεται με στόχο την απόδειξη της ορθότητας: ~ μιας δικαστικής απόφασης. || δικαιολόγηση: ~ της απουσίας.
[λόγ. αιτιολογη- (αιτιολογώ) -σις > -ση]