Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιτιολογώ [etioloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.εκθέτω, περιγράφω τα αίτια: ~ ένα φυσικό φαινόμενο / ιστορικό γεγονός. 2. αιτιολογώ κτ. με στόχο να αποδείξω ότι αυτό είναι σωστό: ~ τον ισχυρισμό / την άποψή μου. Aιτιολογημένη δικαστική / διοικητική πράξη. H απαγόρευση της διαδήλωσης δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. || δικαιολογώ: ~ το φέρσιμο / τη συμπεριφορά μου.
[λόγ. < ελνστ. αἰτιολογῶ]