Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιτιοκρατία η [etiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) 1. ύπαρξη αιτιότητας: Φυσική / κοινωνική / ψυχική / ηθική ~. Iστορική / τεχνολογική / οικονομική ~. Στη φύση κυριαρχεί απόλυτη ~. H ψυχολογία ως επιστήμη προϋποθέτει την ~ των φαινομένων του ψυχικού βίου. 2. φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την αιτιοκρατία, δέχεται δηλαδή ότι κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. καθορίζεται απόλυτα από τις αιτίες του: Yποστηρικτές / αντίπαλοι της αιτιοκρατίας.
[λόγ. αίτι(ον) -ο- + -κρατία]