Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχροκέρδεια
1 εγγραφή
αισχροκέρδεια η [esxrokérδia] Ο27 : επιδίωξη και ιδίως επίτευξη υπερβολικού κέρδους με παράνομα ή ανήθικα μέσα· (πρβ. κερδοσκοπία): H ~ των μεσαζόντων / εμπόρων / εργολάβων. Διατάξεις του νόμου για την πάταξη της αισχροκέρδειας.

[λόγ. < αρχ. αἰσχροκέρδεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες